- μώνυχα
- τα зоол, непарнокопытные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μώνυχα — μώνυχος neut nom/voc/acc pl μώ̱νυχα , μῶνυξ with a single masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)